σκουτέρης

σκουτέρης
(I)
ο, ΝΜΑ
ο σκουτάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκουτάριος*].
————————
(II)
ο, Ν
αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει τη στάνη, βοσκός, τσοπάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. skuter].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκουτάριος — ο, ΝΜΑ (στο Βυζ.) 1. στρατιώτης που έφερε σκουτάρι, ασπιδοφόρος 2. ασπιδοφόρος οπλίτης τής ιδιαίτερης σωματοφυλακής τού αυτοκράτορα 3. αξιωματούχος τής Αυλής που κρατούσε το σκουτάρι τού αυτοκράτορα 4. ο εργαζόμενος στα εργαστήρια κατασκευής… …   Dictionary of Greek

  • σκουτεράτος — και σκουτάτος, ο, ΝΜΑ (στο Βυζ.) οπλίτης τού βυζαντινού ιππικού ο οποίος έφερε βαρύ οπλισμό και μακρύ σκουτάρι, μεγάλη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουτέρης (Ι) «ασπιδοφόρος» + κατάλ. άτος (πρβλ. κονταρ άτος). Ο τ. σκουτάτος < λατ. scutatus (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”